τετραένης — άενες, Α βλ. τετράενος … Dictionary of Greek
τετράενος — ον και τετραένης, άενες Α αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ενος < ΙΕ *eno «έτος» (πρβλ. ἔνος [Ι] «έτος», βλ. και λ. ενιαυτός)] … Dictionary of Greek